- τυφώνας
- οφοβερή λαίλαπα, θύελλα με ανεμοστρόβιλο, κυκλώνας, σίφουνας που προκαλεί τρομερές καταστροφές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυφώνας — Όρος με τον οποίο αναφέρεται ο τροπικός κυκλώνας, που σχηματίζεται στον Ειρηνικό και Ινδικό ωκεανό και προπάντων στην Κινεζική θάλασσα. Ο όρος προέρχεται από την κινεζική λέξη ταϊφούνγκ. Οι τ. σχηματίζονται συνήθως μεταξύ του φθινοπώρου και της… … Dictionary of Greek
Τυφῶνας — Τῡφῶνας , Τυφῶν Typhoëus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανγκουίλα — Νησί (96 τ. χλμ., 12.000 κάτ. το 2002) της Καραϊβικής θάλασσας (Μικρές Αντίλλες), που ανήκει στις κτήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρωτεύουσά του είναι η πόλη Βάλεϊ. Οι κάτοικοι, αφρικανικής καταγωγής στην πλειοψηφία τους, ασχολούνται με την… … Dictionary of Greek
Ινς, Τόμας Χάρπερ — (Thomas Harper Ince, Νιούπορτ 1882 – Λος Άντζελες 1924). Αμερικανός παραγωγός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ύστερα από 15ετή θεατρική δραστηριότητα, εμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1910, αρχικά ως ηθοποιός και ύστερα ως σκηνοθέτης.… … Dictionary of Greek
Κόνραντ, Τζόζεφ — (Josef Conrad, Μπερνκστζέβ, Ουκρανία 1857 – Μπίσοπσμπουρν, Κεντ 1924). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα, πολωνικής καταγωγής, Τζόζεφ Τεοντόρ Κόνραντ Νάλετς Κορζενιόφσκι (Jozef Teodor Konrad Naleη Korzeniowski). Ήταν γιος διανοουμένου, ο … Dictionary of Greek
Τυφωεύς — έως και επικ. τ. έος, και Τυφώς, ῶ, ὁ, Α ο Τυφών. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεωνύμιο τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή δάνειο από την περιοχή τής Μικράς Ασίας. Ο τ. Τυφω εύς αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή με επίθημα εύς τού τ. Τυφώς. Η σύνδεση τών τ. με την … Dictionary of Greek
ανεμόσυρις — ἀνεμόσυρις ( ιδος κ. εως), η (Α) 1. δίνη ανέμου, τυφώνας 2. είδος βεντάλιας … Dictionary of Greek
ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή … Dictionary of Greek
κατάρης — και κατώρης, ὁ (Α) φρ. «κατάρης ἄνεμος» ο άνεμος που φυσάει ορμητικά προς τα κάτω, ο τυφώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. τού κατώρης*] … Dictionary of Greek
σίφουνας — ο, Ν 1. (μετεωρ.) α) μάζα αέρα, περιστρεφόμενη με μεγάλη ταχύτητα και μετακινούμενη σε ορισμένη επιφάνεια εδάφους με τη μορφή κατακόρυφης στήλης μικρής διαμέτρου, που συμπαρασύρει βίαια κατά την περιδίνησή της προς τα επάνω σκόνη και διάφορα… … Dictionary of Greek